- οινώνης
- οἰνώνης, ὁ (Α)(κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου».[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης, τελ-ώνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνώνης — wine merchant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνώνης — Οἰνώνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνώνη — οἰνώνης wine merchant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνώνην — οἰνώνης wine merchant masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνώνῃ — οἰνώνης wine merchant masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνῶνα — οἰνών masc acc sg οἰνώνης wine merchant masc voc sg οἰνώνης wine merchant masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνώνας — οἰνώνᾱς , οἰνώνης wine merchant masc acc pl οἰνώνᾱς , οἰνώνης wine merchant masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπερία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του ποτάμιου θεού της Αιολίδας Κεβρήνα και αδελφή της Οινώνης, συζύγου του Πάρη. Σκοτώθηκε ακούσια από τον εραστή της Αίσακο, γιο του Πρίαμου, που την γκρέμισε από απροσεξία στη θάλασσα. 2. Μια από τις… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οἰνώναν — οἰνώνᾱν , οἰνώνης wine merchant masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)